σνομπισμός

σνομπισμός
ο
συμπεριφορά ή τρόποι του σνομπ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σνομπισμός — ο, Ν η συμπεριφορά, οι τρόποι τών σνομπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. snobbism < snob (βλ. σνομπ) + ism (< ισμός*). Η λ., στον λόγιο τ. σνοβισμός, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ατλαντίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”